αὐταρκεῖς

αὐταρκεῖς
αὐταρκέω
supply with necessaries
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὐτάρκεις — αὐτάρκης sufficient in oneself masc/fem acc pl αὐτάρκης sufficient in oneself masc/fem nom/voc pl (attic epic) αὐταρκέω supply with necessaries imperf ind act 2nd sg (attic epic doric) αὐταρκέω supply with necessaries imperf ind act 2nd sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… …   Dictionary of Greek

  • αυτάρκης, -ης, αύταρκες — ους, αυτός που αρκείται σ’ όσα έχει ο ίδιος, ο υλικά ή πνευματικά ανεξάρτητος: Πολύ λίγοι άνθρωποι είναι αυτάρκεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”